χρυσοχοικά

χρυσοχοικά
χρῡσοχοϊκά , χρυσοχοικός
of
neut nom/voc/acc pl
χρῡσοχοϊκά̱ , χρυσοχοικός
of
fem nom/voc/acc dual
χρῡσοχοϊκά̱ , χρυσοχοικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοχοϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρυσοχόο ή στη χρυσοχοΐα: Έχει χρυσοχοϊκά εργαλεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”